σύνηλυς

σύνηλυς
-υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. αυτός που έρχεται ή πορεύεται μαζί με άλλον
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο σημείο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ηλυς (< θ. εληθ-, συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ-, πρβλ. ἐλεύσομαι, μελλ. τού ρ. ἐλεύθω* «έρχομαι») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ἔπ-ηλυς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”